- βαλανίς
- βᾰλᾰν-ίς, ίδος, ἡ,A pessary, Hp.Mul.2.155, Steril.221.2 peg, stopper, PLond.3.1177.178 (ii A. D.).II = βαλάνισσα, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαλανίς — βαλανίς, η (Α) (θηλ. του βαλανεύς) 1. υπηρέτρια σε λουτρά 2. καθαρτική βάλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανεύς (σημ. 1.) και < βάλανος (σημ. 2)] … Dictionary of Greek
βαλανίς — pessary fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανίδας — βαλανίς pessary fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek